ποτοποιός

ποτοποιός
ο
κατασκευαστής, παραγωγός ποτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποτοποιός — ο, Ν ιδιοκτήτης, τεχνικός ή εργάτης εργοστασίου που παρασκευάζει ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτό + ποιός*. Η λ., στον πληθυντικό ποτοποιοί, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ποτοποιείο — το, Ν εργοστάσιο που παρασκευάζει ποτά, κυρίως οινοπνευματώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. ποτοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”